συκωρός

συκωρός
ὁ, Α
1. φύλακας σύκων ή συκιών
2. συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -ωρός (βλ. λ. ορώ), πρβλ. θυρ-ωρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συκωρός — fig watcher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκωροί — συκωρός fig watcher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκωρούς — συκωρός fig watcher masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκωρώ — έω, Α [συκωρός] είμαι συκωρός*, φυλάγω σύκα ή συκιές …   Dictionary of Greek

  • συκοσκόπος — ὁ, Α συκωρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”